- σειστής
- ο, ΝΑ, και σείστης Ν [σείω]αυτός που κουνιέται όταν περπατά («τού σειστή, τού λυγιστή 'μαι, τού ταβερνογυριστή 'μαι», δημ. τραγούδι)αρχ.αυτός που προκαλεί σεισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σείστης — ο, Ν βλ. σειστής … Dictionary of Greek
σεισταί — σειστής earth shaker masc nom/voc pl σειστός shaken fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειστά — σειστά̱ , σειστής earth shaker masc nom/voc/acc dual σειστής earth shaker masc voc sg σειστής earth shaker masc nom sg (epic) σειστός shaken neut nom/voc/acc pl σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc/acc dual σειστά̱ , σειστός shaken fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
τειχοσείστης — ό, θηλ. τειχοσείστρια, Μ αυτός που σείει, που κλονίζει το τείχος («τούς τειχοσείστας λίθους», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σειστής (< σείω)] … Dictionary of Greek